- βίζιτα
- η(λ. ιταλ.)1. η επίσκεψη: Κάθε Κυριακή κάνω βίζιτα στους συγγενείς.2. ο επισκέπτης: Περιμένω βίζιτες.3. επίσκεψη γιατρού σε άρρωστο, αμοιβή του γιατρού: Ο γιατρός πληρώνεται μεγάλη βίζιτα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.