βίζιτα

βίζιτα
η
(λ. ιταλ.)
1. η επίσκεψη: Κάθε Κυριακή κάνω βίζιτα στους συγγενείς.
2. ο επισκέπτης: Περιμένω βίζιτες.
3. επίσκεψη γιατρού σε άρρωστο, αμοιβή του γιατρού: Ο γιατρός πληρώνεται μεγάλη βίζιτα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • βίζιτα — η 1. φιλική επίσκεψη 2. ο επισκέπτης 3. επίσκεψη γιατρού σε ασθενή 4. αμοιβή γιατρού για κάθε επίσκεψη 5. «αρμένικη βίζιτα» επίσκεψη μεγάλης διάρκειας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. visita «επίσκεψη, επιθεώρηση»] …   Dictionary of Greek

  • αρμένικος — η, ο και κός, ή, ό (AM ἀρμενικός, ή, όν) αυτός που ανήκει σε Αρμένιο (ή Αρμενίους) ή που προέρχεται απ αυτόν νεοελλ. 1. το θηλ. ως ουσ. η Αρμενική η αρμενική γλώσσα 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα Αρμένικα η αρμενική γλώσσα 3. φρ. α) «αρμένικη… …   Dictionary of Greek

  • αρμένικος — η, ο αυτός που γίνεται με τον (θεωρούμενο) τρόπο των Αρμενίων: Η βίζιτά μας ήταν αρμένικη· το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., αρμένικα η αρμενική γλώσσα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”